- κακοφωνίας
- κακοφωνίᾱς , κακοφωνίαill-soundfem acc plκακοφωνίᾱς , κακοφωνίαill-soundfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek
αθηναϊκός — ή, ό (Α ἀθηναϊκός, ή, όν) και αθηναίικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αθήνα και τους Αθηναίους, ή που προέρχεται από την Αθήνα αρχ. αυτός που αναφέρεται στην Αθηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀθηναϊκὸς παράγεται από το Ἀθῆναι: *Ἀθηναι ικὸς >… … Dictionary of Greek